Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

νιρβάνα

  1. Αρχική
  2. θρησκευτικές εμπειρίες
  3. νιρβάνα
νιρβάνα
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001