Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

αμφιφυλοφιλία

  1. Αρχική
  2. σεξουαλικός προσανατολισμός
  3. αμφιφυλοφιλία
αμφιφυλοφιλία
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001