Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

γυναικεία ομοφυλοφιλία

  1. Αρχική
  2. σεξουαλικός προσανατολισμός
  3. ομοφυλοφιλία
  4. γυναικεία ομοφυλοφιλία
γυναικεία ομοφυλοφιλία
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001