Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

πρωκτική διείσδυση

  1. Αρχική
  2. σεξουαλική συμπεριφορά
  3. σεξουαλικές πρακτικές
  4. πρωκτική διείσδυση
πρωκτική διείσδυση
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001