Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

αδρομερή συμπολυμερή

  1. Αρχική
  2. χημικές ενώσεις
  3. μοριακές ενώσεις
  4. πολυμερή
  5. συμπολυμερή
  6. αδρομερή συμπολυμερή
αδρομερή συμπολυμερή
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001