Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

στερεοϊσομερή

  1. Αρχική
  2. χημικές ενώσεις
  3. ισομερή
  4. στερεοϊσομερή
στερεοϊσομερή
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001