Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

πυροβολικό

  1. Αρχική
  2. ένοπλες δυνάμεις
  3. στρατός ξηράς
  4. πυροβολικό
πυροβολικό
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001