Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

πετρελαιοφόρα

  1. Αρχική
  2. ένοπλες δυνάμεις
  3. πολεμικό ναυτικό
  4. πλοία επιφανείας
  5. βοηθητικά πλοία
  6. πετρελαιοφόρα
πετρελαιοφόρα
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001