Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

κοντραμπάσο

  1. Αρχική
  2. μουσικά όργανα
  3. χορδόφωνα
  4. χορδόφωνα με δοξάρι
  5. κοντραμπάσο
κοντραμπάσο
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001