Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

αρχαιοελληνική λύρα

  1. Αρχική
  2. μουσικά όργανα
  3. χορδόφωνα
  4. νυκτά ή κρουόμενα χορδόφωνα
  5. αρχαιοελληνική λύρα
αρχαιοελληνική λύρα
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001