Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

τρίχωμα

  1. Αρχική
  2. μέρη σώματος
  3. εσωτερικά μέρη σώματος
  4. όργανα
  5. καλυπτήρια όργανα
  6. τρίχωμα
τρίχωμα
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001