Γενική Ορολογία
Ιατρική Ορολογία

γυμνόσπερμα

  1. Αρχική
  2. οργανισμοί
  3. φυτά
  4. σπερματόφυτα
  5. γυμνόσπερμα
γυμνόσπερμα
Εγκεκριμένος όρος: 30-Nov--0001